- στρικτόν
- στρικτόςstrigosusmasc acc sgστρικτόςstrigosusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρικτός — ή, όν, Α 1. ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρικτόν (στους Ρωμαίους) είδος στενού υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strictus, a, um, μτχ. τού ρ. stringo «πιέζω, σφίγγω, στενεύω»] … Dictionary of Greek